ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

θηλυκός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
θηλυκός

nőivarú◼◼◼

női◼◻◻

nőstény◼◻◻

nőies

nőnem

nőnemű

θηλυκός (thilykós)

nőstény◼◼◼