ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mér σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
én ... méretet hordok

φοράω νούμερο...

építőmérnöki tudomány

έργα (κλάδος) πολιτικού(ών) μηχανικού(ών)

érzékelés/bemérés

ανίχνευση

εντοπισμός

φώραση

óceán hőmérséklet

θαλάσσια θερμοκρασία

ütközésmérő

προσκρουστήρας/κρούστης

456

Το ιστορικό σας