ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kőzet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kőzet

πέτρωμα◼◼◼

πέτρα◼◼◻

βράχος

Kőzet

Πέτρωμα◼◼◼

kőzetgyapot

πετροβάμβακας◼◼◼

Kőzettan

Πετρολογία

Mészkő (kőzet)

Ασβεστόλιθος◼◼◼

üledékes kőzet

ιζηματογενές πέτρωμα◼◼◼

Üledékes kőzetek

Ιζηματογενές πέτρωμα

Το ιστορικό σας