ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

jó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
llehet

όταν◼◼◻

διάστημα◼◼◻

εφόσον◼◼◻

έστω και αν◼◻◻

καίτοι◼◻◻

εντούτοις◼◻◻

χρόνος◼◻◻

εν τούτοις

ενόσω

μολαταύτα

llehet, noha

μολονότι

lét

ευημερία◼◼◼

πρόνοια◼◻◻

επάρκεια

ευπορία

προκοπή

n-tenger

Ιόνιο πέλαγος

Ιόνιο Πέλαγος

nak ígérkezik

θεωρείται καλό

nás

Ιωνάς

reménység foka

Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος

részt

κυρίως◼◼◼

s

μάντης

προφήτης

slat

προφητεία

χρησμός

snő

μάντισσα

sol, kitalál

μαντεύω

szág

ακίνητη περιουσία◼◼◼

szívű

καλόκαρδος

tevő

δωρητής

tállás

εγγύηση◼◼◼

(χρηματική) αποζημίωση/εγγύηση αποζημίωσης

αποζημίωση

εγγύηση αποζημίωσης

tálló

εγγυητής◼◼◼

εγγύηση

tékonyság

δωρεά◼◼◼

φιλανθρωπία◼◼◼

φιλανθρωπικό ίδρυμα◼◼◼

2345

Το ιστορικό σας