ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

isten σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
félisten

ήρωας

hála istennek

δόξα τω Θεώ

hiszek istenben

πιστεύω στο θεό

hiszel istenben?

πιστεύεις στο θεό;

isten

Θεός

Θεός (Theós)

nem hiszek istenben

δεν πιστεύω στο θεό

ó Istenem!

Θεέ μου

többistenhit

πολυθεϊσμός

Úristen

Θεός

Θεός (Theós)

12

Το ιστορικό σας