ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ha σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
halászat

ψάρια◼◼◻

αλιευτικός◼◻◻

ψάρεμα

halászat környezeti hatása

επιπτώσεις της αλιείας στο περιβάλλον

halászati engedély

άδεια αλιείας◼◼◼

halászati erőforrás

αλιευτικοί πόροι◼◼◼

halászati ipar

τομέας της αλιείας/αλιευτική βιομηχανία

halászati politika

αλιευτική πολιτική◼◼◼

halászati szerkezet

διάρθρωση της αλιείας

halászati törvény

νόμος (νομοθεσία) περί αλιείας

halászha

αλιευτικό σκάφος◼◼◼

halászik

αλιεύω

ψαρεύω

ψαρεύω (psarévo)

halászsas

ψαραετός◼◼◼

αλιάετος

halaszt

καθυστέρηση◼◼◼

αναβάλλω

αναβάλλω (αναβάλω)

κωλυσιεργώ

halasztás

η αναβολή◼◼◼

halászterület

αλιευτικό πεδίο◼◼◼

περιοχή αλίευσης/αλιευτικό καταφύγιο

látlan

αγνώμων

αχάριστος

látlanság

αγνωμοσύνη

αχαριστία

halbetegség

ασθένεια των ιχθύων

halcsont

ψαροκόκαλο◼◼◼

halgazdálkodás

διαχείριση της αλιείας◼◼◼

ιχθυοκαλλιέργεια◼◼◻

halgazdaságtan

αλιευτική οικονομία/οικονομικά της αλιείας

halhatatlan

αθάνατος

halhatatlanság

αθανασία

halk

ήσυχος / ήσυχη / ήσυχο

halkereskedés

ιχθυοπωλείο

halkereskedő

ιχθυοπώλης

ψαράς

halkítsd le a rádiót, kérlek!

χαμήλωσε το ραδιόφωνο, σε παρακαλώ!

hall

ακοή◼◼◼

891011

Το ιστορικό σας