ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ψαρεύω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ψαρεύω

halászik

ψαρεύω (-ψω)

horgászik

ψαρεύω (psarévo)

halászik