Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
κοροϊδία▼
λοιδορία▼
σαρκασμός▼
χλευασμός▼
παρατσούκλι▼
κοροϊδεύω (-ψω)▼
ειρωνικός▼
σκωπτικός▼
χλευαστικός▼
κοροϊδεύω▼
μη με κοροϊδεύεις!▼
↑