ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fürge σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fürge

γοργός

ευέλικτος

ευκίνητος

σβέλτος

fürgeség

επιδεξιότητα

Το ιστορικό σας