ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ede σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ipar és kereskedelem előmozdítása

προώθηση του εμπορίου και της βιομηχανίας

iparágak elhelyezkedése

τοποθεσία (χώρος, περιοχή) εγκατάστασης βιομηχανιών

ipari, kereskedelmi közintézmény

δημόσιο (κρατικό) ίδρυμα εμποροβιομηχανικού χαρακτήρα

italbolt (palackozott italok boltja, korlátolt italkimérési engedély)

μίνι-μάρκετ

ivóvízvédelmi terület

περιοχή προστασίας πόσιμων υδάτων◼◼◼

jogosítvány (vezetői engedély)

δίπλωμα οδήγησης

jövedelem

εισόδημα◼◼◼

εισόδημα (το)◼◼◼

έσοδα◼◼◼

το εισόδημα◼◼◻

κέρδος◼◼◻

έσοδο◼◻◻

πρόσοδος

εισόδημα/έσοδο

jövedelemadó

φόρος εισοδήματος◼◼◼

Φόρος εισοδήματος◼◼◼

jövedelmez

αποδίδω

jövedelmező

επικερδής◼◼◼

κερδοφόρος◼◼◻

αποδοτικός◼◻◻

προσοδοφόρος◼◻◻

jövedelmezőség

αποδοτικότητα◼◼◼

kártérítési intézkedés

αντισταθμιστικό μέτρο

kártevő ellen vegyi védekezés

χημική καταπολέμηση των παρασίτων

kártevő elleni védelem

καταπολέμηση των επιβλαβών οργανισμών

katasztrófavédelmi szolgálat

υπηρεσία ελέγχου καταστροφής

katasztrófavédelmi terv

σχέδιο έκτακτης ανάγκης (σε περίπτωση καταστροφής)

katonai légi közlekedés

στρατιωτική εναέρια κυκλοφορία/εναέρια κυκλοφορία

kelet-nyugati kereskedelem

εμπόριο (εμπορικές συναλλαγές) μεταξύ Aνατολής και Δύσης

kémkedés

κατασκοπία◼◼◼

κατασκοπεία◼◼◼

kereskedelem

το εμπόριο◼◼◼

ανταλλαγή◼◼◻

εμπορική δραστηριότητα◼◻◻

εμπορικός◼◻◻

επάγγελμα◼◻◻

επιτήδευμα

kereskedelem és fogyasztás

εμπορία και κατανάλωση

kereskedelmi

εμπορικός◼◼◼

διαφήμιση◼◼◻

78910

Το ιστορικό σας