ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

το εμπόριο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
το εμπόριο

kereskedelem◼◼◼

υπάρχουσες χημικές ουσίες (που κυκλοφορούν στο εμπόριο)

létező vegyi anyag