ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bát σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bát

μπατ◼◼◼

bátor

ανδρείος

ανδρειωμένος

αντρίκειος

απότολμος

γενναίος

γενναίος (-α-ο)

εξωφρενικός

θαρραλέος

τολμηρός

bátorság

ανδρεία

θάρρος

κουράγιο

σθένος

τόλμη

bátortalan

κλειστός

ντροπαλός

bátorít

παρακινώ

bátorítás

ενθάρρυνση◼◼◼

προτροπή◼◻◻

παρακίνηση

παρότρυνση

báty

αδελφός◼◼◼

a tolvaj bedugott egy ikont a kabátja alá

ο κλέφτης έχωσε μία εικόνα κάτω από το παλτό του

cölibátus

αγαμία

elvehetem a kabátod? elvehetem a kabátokat?

μπορώ να πάρω το παλτό σου;

esőkabát

αδιάβροχο

πανωφόρι

ez a te szobád; ez a szobátok

αυτό είναι το δωμάτιο σου / αυτό είναι το δωμάτιο σας

hibátlan

αλάθητος

ανεπίληπτος

αψεγάδιαστος

σωστός

hány hálószobát szeretne?

πόσες κρεβατοκάμαρες θα θέλατε;

inkubátor

επωαστήρας◼◼◼

εκκολαπτήριο◼◼◻

θερμοκοιτίδα◼◼◻

kabát

μπουφάν◼◼◼

σακάκι◼◼◻

μαντό◼◻◻

12

Το ιστορικό σας