ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αδιάβροχο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αδιάβροχο

vízálló◼◼◼

esőkabát

esőköpeny

vízzáró

αδιάβροχο μπουφάν

anorák

αδιάβροχος

vízálló◼◼◼

esőköpeny

vízhatlan