ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

χέω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
χέω

önt

αντιδραστήρας ταχέων νετρονίων

gyorsreaktor

συγχέω

zavar

összekever

összetéveszt

ταχέως

gyorsan◼◼◼