ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
πρόσβαση | hozzáférés◼◼◼ hozzáfér◼◼◻ megközelítés◼◼◻ ér◼◻◻ bejárás◼◻◻ átjáró◼◻◻ folyosó◼◻◻ támadás◼◻◻ |
πρόσβαση σε διοικητικά έγγραφα | |
πρόσβαση στην πληροφόρηση | |
πρόσβαση στον πολιτισμό | |
πρόσβαση του κοινού σε έκταση γης | |
(pl. adatokhoz) η πρόσβαση | |
έιχε κανείς πρόσβαση στις τσάντες σας μέχρι στιγμής; | |
έχετε πρόσβαση στο ίντερνετ εδώ; | |
δεν έχω πρόσβαση στα email μου | |
κωδικός πρόσβασης | jelszó◼◼◼ |
οδική πρόσβαση | |
υπάρει πρόσβαση για αναπηρικό καροτσάκι; |