ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
καταφύγιο | menedékhely◼◼◼ védelem◼◼◻ hajlék◼◻◻ kikötő◼◻◻ megvéd◼◻◻ |
καταφύγιο έκτακτης ανάγκης | |
καταφύγιο ζώων | |
καταφύγιο πτηνών | |
καταφύγιο/νησίδα | |
δασικό καταφύγιο βιολογικής αξίας | |
δασοκαταφύγιο | |
εθνικό αλιευτικό καταφύγιο | |
ευρωπαϊκό φυσικό καταφύγιο | |
θαλάσσιο καταφύγιο | |
κυνηγετικό καταφύγιο/εκτροφείο θηραμάτων | |
ολοκληρωμένο φυσικό καταφύγιο | |
ορεινό κέντρο αναψυχής (καταφύγιο) | |
περιοχή αλίευσης/αλιευτικό καταφύγιο | |
υπαίθριο καταφύγιο | |
φυσικό καταφύγιο | |
φυσικό καταφύγιο (εκτροφείο θηραμάτων) |