ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
θέλω να κάνω κατάθεση 100 ευρώ | |
θέλω να κάνω μια ανάληψη | |
θα ήθελα να κάνω check-out | |
θα ήθελα να κάνω αίτηση για αυτή τη δουλειά | |
θα ήθελα να κάνω κράτηση για ένα τραπέζι για 4 άτομα | |
θα ήθελα να κάνω μια κράτηση παρακαλώ | |
θα ήθελα να κάνω μια προσφορά | |
θα σας κάνω μια ένεση | |
θα σας κάνω μια ακτινογραφία | |
θα σου κάνω μία καλή προσφορά | |
μήπως γίνεται να κάνω check-out αργότερα; | |
μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω; | |
μπορώ να το κάνω αμέσως | |
μπορώ να χρησιμοποιήσω το αυτοκίνητό σου; (hasznára válik) ωφελώ (-ήσω), κάνω καλό | |
να κάνω επανάληψη | |
να κάνω κράτηση | |
να κάνω τα οικιακά | |
να σου κάνω μια χαζή ερώτηση; | |
παζαρεύω (-ψω), κάνω παζάρι | |
παρακάνω | |
πηγαίνω (πάω, πήγα) / κάνω εκδρομή | |
πηγαίνω (πάω) / κάνω βαρκάδα / βόλτα με τη βάρκα | |
πλάκα κάνω! | |
πρέπει να εξασκηθώ / κάνω εξάσκηση στην οδήγηση | |
σε πειράζει να σου κάνω παρέα; | |
στρίβω (-ψω), κάνω στροφή | |
τα φαινόμενα απατούν, (játékban) κλέβω (-ψω), κάνω ζαβολιές | |
τελικά κατάφερα να τον κάνω να αλλάξει γνώμη | |
τι να κάνω με τόσα λεφτά; | |
τι ώρα πρέπει να κάνω check out; | |
το κάπνισμα βλάπτει την υγεία, κάνω κακό | |
τον/την κάνω να αλλάξει γνώμη |