ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kirándul σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kirándul

πηγαίνω (πάω, πήγα) / κάνω εκδρομή

kirándulás

εκδρομή◼◼◼

ταξίδι◼◻◻

βόλτα

η εκδρομή

hajókirándulás

η κρουαζιέρα

szombaton a hegyekbe kirándultunk

το Σάββατο πήγαμε εκδρομή στα βουνά

Το ιστορικό σας