ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
ζωή | élet◼◼◼ élettartam◼◼◻ él◼◼◻ tudás◼◻◻ életkor◼◻◻ ismeret◼◻◻ életmód◼◻◻ |
Ζωή | Élet◼◼◼ |
ζωηρός | |
ζωηρός (-ή-ό) | |
ζωικά απόβλητα | |
ζωική κληρονομιά | |
ζωική παραγωγή | |
ζωική τροφή | |
ζωικό είδος (που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση) | |
ζωικό είδος [που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση] | |
ζωικό κεφάλαιο | haszonállat◼◼◻ |
ζωικό προϊόν | |
ζωικοί πόροι | |
ζωικός | állati◼◼◼ |
ζωικός πληθυσμός | |
ζωμός | leves◼◼◼ húslé◼◼◻ húsleves◼◼◻ |
ζώνες μια και δυο | |
ζώνη | övezet◼◼◼ terület◼◼◼ zóna◼◼◻ sáv◼◼◻ együttes◼◻◻ abroncs◼◻◻ |