ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
εξαγωγή | kivisz◼◻◻ kivonat◼◻◻ kihúzás◼◻◻ |
εξαγωγή (εξόρυξη) πετρελαίου | |
εξαγωγή αερίου (από άνθρακα) | |
εξαγωγή επικίνδυνης χημικής ουσίας | |
εξαγωγή επικίνδυνων αποβλήτων | |
εξαγωγή φυσικού αερίου | |
εξαγωγική άδεια/άδεια για εξαγωγή | |
εξετάσεις οδήγησης | |
εξηγήσει | magyaráz◼◼◼ nyilvánít◼◻◻ magyarázni◼◻◻ |
εξήγηση | magyarázat◼◼◼ |
εξομολόγηση | |
εξομολογητήριο | |
εξόρυξη/εξαγωγή/εκχύλιση/αφαίρεση/εκρίζωση | |
έξω για φαγητό | |
εξωγήινος | |
επαγωγή | indukció◼◼◼ |
επανεισαγωγή | |
επανεισαγωγή φυτικών ειδών | |
επεξεργασία λυμάτων στον χώρο παραγωγής | |
επεξηγηματικός | magyarázó◼◼◼ |
επεξήγηση | |
επιβολή/(αναγκαστική) εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή | |
επικαταλλαγή | ázsió◼◼◼ |
επιλογή | kiválasztás◼◼◼ lehetőség◼◼◻ választ◼◼◻ kiválaszt◼◼◻ opció◼◼◻ alternatív◼◼◻ alternatíva◼◼◻ választék◼◼◻ válogatás◼◻◻ szelekció◼◻◻ |