ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

έλα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
έλα

jön

έλα, πες μου τι θέλεις!

áruld el, mit szeretnél!

έλα γρήγορα!

gyere gyorsan!

έλα μέσα!

jöjjön be!

έλα να μας δεις καμιά φορά!

látogass meg minket egyszer!

έλα πέρασε! / περάστε

fáradj beljebb! fáradjatok beljebb!

έλα στο κρεβάτι μαζί μου!

bújjunk ágyba!

έλα όσο πιο νωρίς γίνεται!

gyere, amilyen hamar csak lehet!

έλα!

gyere! na! rajta! ugyan!

gyerünk!; rajta!

έλαιο

olaj◼◼◼

kőolaj◼◻◻

étolaj

έλαιο (élaio)

olaj◼◼◼

έλασμα

lemez◼◼◼

levéllemez◼◻◻

fólia

έλατο

jegenyefenyő◼◼◼

erdei fenyő

έλατο (το)

fenyő◼◼◼

έλαφος

őz

(vmit) εφαρμόζω (-σω), (munkára fölvesz) προσλαμβάνω (προσλάβω, προσέλαβα)

alkalmaz

έρευνα (διερεύνηση) για πετρέλαιο

olajkutatás

αγέλαστος

sötét

Αιγαίο Πέλαγος

Égei-tenger

Αιγαίο πέλαγος

Égei-tenger

αιθέριο έλαιο

olaj◼◼◼

ακάθαρτα έλαια (πλοίου)

hajóalj olaj

αμερικανική έλαφος

jávorszarvas

αμυγδαλέλαιο

mandulaolaj

απέλαση

kiutasítás◼◼◼

kitoloncolás◼◼◼

deportálás◼◻◻

αραβοσιτέλαιο

kukoricaolaj◼◼◼

αργό πετρέλαιο

kőolaj◼◼◼

ásványolaj◼◻◻

αρχιπέλαγος

szigetcsoport◼◼◼

αρχιπέλαγος (archipélagos)

szigetvilág◼◼◼

Αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ

Spitzbergák

βουβουζέλα

vuvuzela

12