ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

étolaj σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
étolaj

λάδι◼◼◼

έλαιο◼◼◻

étolaj-és zsiradékgyártás

βιομηχανία ελαίων και γράσων (ελαιολιπαρών)

Το ιστορικό σας