ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

zsákmány σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
zsákmány

βορά

λεία

λεηλατώ

kizsákmányolás

εκμετάλλευση◼◼◼

Το ιστορικό σας