ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

zavar σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lárma, zűrzavar

φασαρία (η)

ne zavarj

μην ενοχλείτε

nem zavar

δεν με απασχολεί

összekever, összezavar (→

μπερδεύω

összekeveredik, összezavarodik)

μπερδεύομαι

rendzavarás

ταραχή◼◼◼

üzemzavar

βλάβη◼◼◼

zűrzavar

σύγχυση◼◼◼

αποδιοργάνωση

αταξία

μπέρδεμα

παραζάλη

συνονθύλευμα

χάος

12

Το ιστορικό σας