ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

zárva σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
zárva

κλειστά◼◼◼

κλειστός◼◻◻

zárva / csukva

κλειστά

zárvatermő

κωνοφόρα

zárvatermők

αγγειόσπερμα◼◼◼

Zárvatermők

Αγγειόσπερμο

az út lezárva

παρεκτροπή

hétfőnként a múzeum zárva tart

το μουσείο είναι κλειστό τις δευτέρες

zárt, zárva

κλειστός (-ή-ό)

Το ιστορικό σας