ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vulkán σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vulkán

ηφαίστειο◼◼◼

ηφαίστειο (ifaísteio)◼◼◼

Vulkán

Ηφαίστειο◼◼◼

vulkáni

ηφαιστειώδης

πυριγενής

vulkánkitörés

ηφαιστειακή έκρηξη◼◼◼

Το ιστορικό σας