ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vontató σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vontató

ελκυστήρας◼◼◼

vontatóhajó

ρυμουλκό◼◼◼

ρυμουλκό πλοίο

Mezőgazdasági vontató

Τρακτέρ

Το ιστορικό σας