ουγγρικά | ελληνικά |
---|---|
viszont | αλλά◼◼◼ ωστόσο◼◼◼ ενώ◼◼◼ όμως◼◼◻ επίσης◼◼◻ με εξαίρεση◼◼◻ εντούτοις◼◼◻ εκ νέου◼◼◻ εκτός◼◼◻ αν και◼◼◻ αφετέρου◼◼◻ μολονότι◼◻◻ τότε◼◻◻ παρά◼◻◻ έπειτα◼◻◻ παρόλο◼◻◻ πλην◼◻◻ μολονότι (molonóti), παρόλο (parólo), καίτοι (kéti), αν και (an ke) ωστόσο (ostóso), μολαταύτα (molatáfta), εντούτοις (edútis), όμως (ómos), μα (ma) |
viszontagság, tortúra | |
viszontlátásra | |
viszontválasz | ανταπάντηση◼◼◼ απάντηση◼◼◻ |
a viszontlátásra! | |
isten vele; viszontlátásra |