ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

valaha σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
valaha

κάποτε◼◼◼

(tagadó környezetben) soha (tagadó környezeten kívül) valaha

ποτέ

voltál már valaha ...?

έχεις πάει ποτέ ...;

Το ιστορικό σας