ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vakmerő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vakmerő

παράτολμος

ριψοκίνδυνος

τολμηρός

vakmerőség

θράσος

τόλμη

Το ιστορικό σας