Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
κυνηγός▼◼◼◼
θήρα▼◼◼◼
θήρα (thíra)▼◼◼◼
κυνήγι (kynígi)▼◼◼◻
θήρευση▼
άδεια κυνηγίου/κυνηγετική άδεια▼
Κύνες Θηρευτικοί▼
νυφίτσα▼
νυφίτσα (nyfítsa)▼
θηρεύω▼
θηρεύω (thirévo)▼
κυνήγι▼
κυνηγάω▼
κυνηγώ▼
κυνηγώ (kynigó)▼
κυνηγός▼
κυνηγόσκυλο▼
λαγωνικό▼
σκύλος▼
κυνηγετικό καταφύγιο/εκτροφείο θηραμάτων▼
περιοχή ελεγχόμενης θήρευσης (θήρας)▼
φαλαινοθηρία▼
κυνήγι θησαυρού▼
λαθροθήρας▼
λαθροθηρία▼◼◼◼
↑