ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vízellátás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vízellátás

ύδρευση/υδροδότηση/παροχή (διανομή) (πρόσληψη) νερού

ivóvízellátás

παροχή πόσιμου νερού/ύδρευση

Το ιστορικό σας