ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

végül σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
végül

επιτέλους◼◼◼

végül csak elmentem moziba, bár nem volt semmi kedvem

τελικά πήγα στο σινεμά αν και δεν είχα καμία διάθεση

végül sikerült lebeszélnem

τελικά κατάφερα να τον κάνω να αλλάξει γνώμη

végre, végül

επιτέλους

Το ιστορικό σας