ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vámszabályozás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vámszabályozás

τελωνειακός(ή) κανονισμός (ρύθμιση)

Το ιστορικό σας