ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

válaszol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
válaszol

απάντηση◼◼◼

απόκριση◼◻◻

λύση

ανταποκρίνομαι

απαντάω

απαντώ

αποκρίνομαι

csak üzenetrögzítő válaszol

βγάζει μόνο τον τηλεφωνητή

jogában áll nem válaszolni

έχετε το δικαίωμα να μην απαντάτε

megválaszol

απάντηση◼◼◼

απαντώ

Το ιστορικό σας