ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

utazó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
utazó

ταξιδιώτης◼◼◼

επιβάτης◼◼◻

ταξιδιωτικός◼◻◻

περιηγητής

utolsó hívás a miami-ba utazó smith nevű utasnak, kérjük haladéktalanul fáradjon a 32-es kapuhoz

τελευταία αναγγελία για τον επιβάτη κ. σμιθ στην πτήση για μαιάμι, παρακαλώ να προσέρθει το γρηγορότερο δυνατόν στην έξοδο τριαντα δύο

Το ιστορικό σας