ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

uralkodó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
uralkodó

κυβερνήτης◼◼◼

κορόνα◼◻◻

ηγεμόνας

κυρίαρχος

μονάρχης

πρίγκιπας

uralkodóház

δυναστεία

Attila (hun uralkodó)

Αττίλας

egyeduralkodó

μονάρχης

Nagy Károly frank uralkodó

Καρλομάγνος

Το ιστορικό σας