ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tudatosság σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tudatosság

επίγνωση◼◼◼

γνώση◼◼◻

συνείδηση◼◻◻

συνειδητότητα

tudatosságerősítő kampány

εκστρατεία ευαισθητοποίησης του κοινού

környezeti tudatosság

περιβαλλοντική συνείδηση/περιβαλλοντική ευαισθησία

állampolgári tudatosság

πολιτική συνείδηση

Το ιστορικό σας