ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tréfa σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tréfa

ανέκδοτο

αστείο

vicc, tréfa

αστείο (το)

áprilisi tréfa

πρωταπριλιά

Το ιστορικό σας