ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tojások σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tojások

αυγά

tojások (szabadban nevelkedett tyúkok tojása)

αυγά ελευθέρας βοσκής

Το ιστορικό σας