ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tizenkettő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tizenkettő

δώδεκα (dódeka)◼◼◼

tizenkettő (12)

δώδεκα (12)◼◼◼

Το ιστορικό σας