ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tizenhat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tizenhat

δεκαέξι (dekaéxi)◼◼◼

δεκάξι

tizenhat (16)

δεκαέξι (16)◼◼◼

tizenhatodik

δέκατος-έκτος / δέκατη-έκτη / δέκατο-έκτο

Tizenhatos számrendszer

Δεκαεξαδικό σύστημα αρίθμησης

én tizenhat évesen fejeztem be az iskolát

έφυγα από το σχολείο στα δεκαέξι

Το ιστορικό σας