ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

titkos σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
titkos

απόρρητο◼◼◼

εμπιστευτικός◼◻◻

μυστικό◼◻◻

απόρρητος

μυστικός

titkosítás

κρυπτογράφηση◼◼◼

attól tartok, hogy a szám titkosítva van

φοβάμαι πως αυτός ο αριθμός είναι απόκρυφος

Το ιστορικό σας