ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

titán σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
titán

τιτάνιο (titánio)◼◼◼

Titán (elem)

Τιτάνιο◼◼◼

Titán (hold)

Τιτάνας (δορυφόρος)

Titán (mitológia)

Τιτάνες

titán-oxid

διοξίδιο του τιτανίου

Το ιστορικό σας