ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tini σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tini

έφηβη

έφηβη (éfivi)

έφηβος

έφηβος (éfivos)

aktinida

ακτινίδες◼◼◼

I. Justinianus bizánci császár

Ιουστινιανός Α'

martini

μαρτίνι

Martinique

Μαρτινίκα◼◼◼

Το ιστορικό σας