ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tinédzser σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tinédzser

έφηβη

έφηβη (éfivi)

έφηβος

έφηβος (éfivos)

εφηβεία

εφηβικός

Το ιστορικό σας