ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

textil σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
textil

ύφασμα◼◼◼

textilanyag

ύφασμα◼◼◼

textilipar

κλωστοϋφαντουργία◼◼◼

textilnövény

κλωστικό φυτό

növényi eredetű textilszál

φυτική υφαντική ίνα

Το ιστορικό σας