ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tetovál σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tetovál

δερματοστιξία◼◼◼

κατάστιξη

στίζω

τατουάζ

τυμπανοκρουσία

tetoválás

τατουάζ◼◼◼

τατουάζ (tatouáz)◼◼◼

δερματοστιξία◼◼◻

κατάστιξη

τυμπανοκρουσία

Το ιστορικό σας