ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

természetszeretet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
természetszeretet

αγάπη για τη φύση

φυσιολατρία

φυσιολατρία/αγάπη για τη φύση

Το ιστορικό σας