ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

termékeny σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
termékeny

γόνιμος

καρπερός

termékenység

γονιμότητα◼◼◼

megtermékenyítés

γονιμοποίηση◼◼◼

mesterséges megtermékenyítés

εξωσωματική γονιμοποίηση◼◼◼

mesterséges megtermékenyítési módszer

τεχνητή γονιμοποίηση

talajtermékenység

γονιμότητα του εδάφους

Το ιστορικό σας